κοιτόστρωση

κοιτόστρωση
η
η επίστρωση τής κοίτης ενός ποταμού με προστατευτικό υλικό για την προστασία της από τη διαβρωτική δράση τής ροής τού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + στρώση (< στρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. κοιτόστρωσις, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοιτόστρωμα — το η κοιτόστρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + στρωμα (< στρώνω), πρβλ. οδό στρωμα, πλακό στρωμα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”